Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ρόπτρον, τό


Ερμηνεία:

 [μεταλικός κρουστήρας, που αναρτούσαν συνήθως στις ξύλινες εξώπορτες, προτού επινοηθούν τα ηλεκτρικά κουδούνια. Το μέγεθός του ήταν προσαρμοσμένο για να το συλλαμβάνει χέρι μέσου ανθρώπου και απεικόνιζε ένα γλυπτό σφικτής παλάμης, ή κεφαλής ζώου, κλπ.] 



Ετυμολογία:

[< (Αρχ.) ρόπτρον (ροπ- < ρέπω + κατάληξη επίθημα –τρον)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: